- παρευναστήρ
- -ῆρος, ό Α1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον2. (κατ' επέκτ.) σωματοφύλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. κατευνασ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρευναστήρ — one who sleeps beside masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρευναστῆρας — παρευναστήρ one who sleeps beside masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)